Καλάθι (0) Κλείσιμο

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.

Προσφορά!

Λες και ήταν χθες…

Original price was: €23,00.Η τρέχουσα τιμή είναι: €19,55.

ISBN: 618-5087-23-5
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Συρρή – Στεφανίδου Αγγελική
ΕΚΔΟΤΗΣ: Λεξίτυπον
ΣΕΛΙΔΕΣ: 480

+
Προσθήκη στα Αγαπημένα

Παρακαλούμε, μην προχωρήσετε σε τραπεζική κατάθεση έως ότου σας επιβεβαιώσουμε τη διαθεσιμότητα των προϊόντων που έχετε παραγγείλει.

Παραλαβή από το κατάστημα κατόπιν
ραντεβού με click away

Κάντε την παραγγελία σας, επιλέξτε παραλαβή με click away και θα επικοινωνήσουμε μαζί σας, για να ορίσουμε ημέρα και ώρα προσέλευσης στο κατάστημα.

Περιγραφή

Εκεί στα τέλη του μήνα είναι που θυμούμαι κάποια λαμπερά Σαββατιάτικα απογεύματα κι αναστενάζω… Τότε που η μέρα σκουντούσε τη νύχτα και δεν την άφηνε να βγει πίσω από το μελιτζανί το παραβάν της. Τότε που κι η θάλασσα στ’ ανατολικά δεν ξεχώριζε πια από τα βουνά της Μικρασίας και τον ουρανό. Τότε που οι καμπάνες του εσπερινού έστελναν μελαγχολικές νότες και στο θυμιατό, τ’ ακουμπισμένο στο πεζούλι της βεράντας, «χώνευε» το καρβουνάκι και το θυμίαμα κι ευώδιαζε γύρω ο τόπος σαν ιερό εκκλησιάς και σαν οντάς χανούμισσας. Τότε που τα πουλάκια, τιτιβίζοντας εκκωφαντικά, κρύβονταν στα κλαδιά της εκατοχρονίτισσας τσικουδιάς για να κοιμηθούν κι ο πετεινός μ’ επίμονα κακαρίσματα, επιδεικτικά, μάζευε το χαρέμι του στο κοτέτσι.Σ’ εκείνα τα γλυκά ειδυλλιακά απογεύματα, που τα δάκρια του σκίνου, σαν διαμαντόπετρες διάφανα και πολύτιμα, σκλήραιναν από τη βραδινή δροσιά και το καραφάκι με το ούζο του παππού πάγωνε μέσα στη φουντάνα, εκείνη την ευλογημένη ώρα έπαιρναν οι γυναίκες τις παγκέτες, τις κουβαλούσαν ως «όξω στις ελιές», όπου το χωραφάκι έκαμνε μια σκάλα σα φυσικό μπαλκόνι, για να κάτσουν ν’ αγναντέψουν το πέλαγος, το λιμάνι και τη Χώρα. Εκεί κάθιζαν οι γυναίκες στη σειρά, πάνω στα κεντητά μαξιλαράκια με τα κρόσσια και ρέμβαζαν νωχελικά.Δεν τις θυμούμαι να δουλεύουν ποτέ τα Σαββατόβραδα, μήτε να πλέκουν, ούτε να κεντούν ή να μπαλώνουν, όπως τις άλλες μέρες που δεν σήκωναν τα μάτια τους από τη δουλειά ως να σκοτεινιάσει. Κάθονταν μόνο κι απολάμβαναν την τόση ομορφιά που τις αγκάλιαζε, αφήνοντας τη γλύκα της ώρας εκείνης να τις χαλαρώνει κι έτσι απαλά, καθώς το σούρουπο τύλιγε αργά μα σταθερά την πλάση, άφηναν να τις αγγίζει σαν ρίγος και σαν ηδονή η μακαριότητα και… μια μελαγχολία…! Έλεγαν μόνο λέξεις αραιές, σε τόνους χαμηλούς, ανάμεσα σε μικρούς σιγανούς αναστεναγμούς, ανακλαδίσματα και χασμουρητά κι ήταν σαν όλα τα προβλήματα να ‘ταν λυμένα, όλη η ένταση κι η κούραση της μέρας να ήταν πια παρελθόν και τ’ αύριο πολύ μακριά ακόμη για να τις αγχώνει.Αχ… Εκείνα τ’ απόβραδα του Μάρτη «όξω στις ελιές»! Με τη δροσερή αύρα να χαϊδεύει απαλούς λαιμούς και κατάλευκα μπράτσα, ανάμεσα στα βατιστένια γιακαδάκια και τ’ ανασηκωμένα μανίκια. Με το τραγούδι των τριζονιών να νανουρίζει τις πλανταγμένες ψυχές σαν ερωτικό κάλεσμα και μ’ εκείνο το μαγικό φίλτρο, που ‘καμνε το δειλινό παραμυθένιο, να δρα καταλυτικά στο μυαλό και στο σώμα σαν ναρκωτικό και σαν μέθη, τόσο που ν’ αφήνονται και να παραδίνονται παθητικά. Αχ… εκείνα τ’ αξέχαστα τ’ απογέματα που τα ‘ζησα, τα χάρηκα κι αλίμονο… δεν θα τα ξαναζήσω…

Δείτε Επίσης